ἐκάθισαν

ἐκάθισαν
сели

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ἐκάθισαν" в других словарях:

  • ἐκάθισαν — καθίζω aB* aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξανάστροφος — και ξανάστροφος, η, ο (Μ ἐξανάστροφος και ξανάστροφος, η, ο) 1. αυτός που έχει αντίστροφη φορά, αντίστροφος, ανάποδος 2. αναποδογυρισμένος 3. μσν. το ουδ. ως ουσ. το ξανάστροφον το αντίθετο, η αναποδιά, η ατυχία. Επίρρ. (ε) ξανάστροφα 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»